-
1 κατα-θέλγω
κατα-θέλγω, bezaubern; von der Kirke, welche die Menschen in Thiere verwandelt, Od. 10, 213; καὶ κηλέω Luc. adv. ind. 12; a. Sp.; Suid. erkl. ἐξαπατάω.
-
2 ἐξ-αγριαίνω
ἐξ-αγριαίνω, wild, zornig machen, erbittern; λόγοις, im Ggstz von κηλέω, Plat. Lys. 206 b; pass., Rep. I, 336 d, u. öfter bei Sp.; τινὰ πρός τινα, Plut. Dion. 7; καὶ παροξύνειν Caes. 19. – Auch intrans., zornig, erbittert sein, App. Illyr. 23.
См. также в других словарях:
κήλεος — κήλεος, ον στον Ομ. και κήλειος, ον (Α) φρ. «πυρί κηλέῳ» ή «πυρί κηλείῳ» με λαμπερή αναμμένη φωτιά («τάχα νήας ἐνιπρήσει πυρί κηλέῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κήλ εος πιθ. < καυαλέος, με συναίρεση και αναβιβασμό τού τόνου. Ο τ … Dictionary of Greek